- κατάθελξη
- η (Α κατάθελξη) [καταθέλγω]η άσκηση μεγάλης επιρροής σε κάποιον, το μάγεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταθέλξῃ — καταθέλξηι , κατάθελξις enchantment fem dat sg (epic) καταθέλγω subdue by spells aor subj mid 2nd sg καταθέλγω subdue by spells aor subj act 3rd sg καταθέλγω subdue by spells fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλησις — κήλησις, ἡ (Α) [κηλώ] 1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.) 2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.) … Dictionary of Greek